- ποτοποιείο
- το, Νεργοστάσιο που παρασκευάζει ποτά, κυρίως οινοπνευματώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. ποτοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτοποιείο — το εργοστάσιο παραγωγής ποτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)